- αγνοπόλος
- ἁγνοπόλος, -ον (Α)αυτός που εξαγνίζει, εξαγνιστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + -πόλος < πολέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁγνοπόλον — ἁγνοπόλος qu̲el masc/fem acc sg ἁγνοπόλος qu̲el neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνοπόλου — ἁγνοπόλος qu̲el masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνοπολούμαι — ἁγνοπολοῡμαι ( έομαι) (Μ) εξαγνίζομαι, καθαίρομαι με θυσία ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνοπόλος < ἁγνός + πολῶ] … Dictionary of Greek